-
1 καρα
Iτό, эп.-ион. κάρη (ᾰ) ἥ (эп. gen. κάρητος и καρήατος; dat. κάρητι и καρήατι - у Trag. κάρᾳ; acc. = nom.; nom. pl. = nom. sing.)1) голова(πολιὸν κάρη Hom.)
ὑψοῦ κάρη ἔχειν Hom. — высоко закидывать голову;περὴ πόδα, περὴ κάρα Aesch. — вокруг ног, вокруг головы, т.е. с ног до головы2) лик, лицо3) вершина, верхушка Hes., Soph.4) описательно, в знач. дорогой, милый, преимущ. в обращении; обычно не переводитсяὦ κράτιστον Οἰδίπου κάρα! Soph. — о, могущественнейший Эдип!;
τέθνηκε θεῖον Ἰοκάστης κάρα! Soph. — умерла благородная Иокаста!;ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα! Soph. — о, родная, милая сестра Исмена!IIἥ (только acc. sing. κάραν) Aesop. = κάρα См. καρα I -
2 κάρα
κάρᾱ (A), [dialect] Ep.and [dialect] Ion. [full] κάρη [pron. full] [ᾰ], τό, poet. for κεφαλή, Luc.Lex.5:—A head, of men or animals,πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον Il.22.74
; ὑψοῦ κάρη ἔχει [ ἵππος] 6.509; περὶ πόδα περὶ κάρα from head to foot, A.Eu. 165 (lyr.): metaph., , cf. OC 564; of the face, γέλωτι φαιδρὸν κ. Id.El. 1310;μου κ. τὸ δυσπρόσοπτον Id.OC 285
.3 in Trag., as periphr. for a person, Οἰδίπου κάρα, i.e. Οἰδίπλους, S.OT40, 1207 (lyr.); αὐτάδελφον Ἰσμήνης κ. Id.Ant.1; ὦ κασίγνητον κ., for ὦ κασίγνητε, Id.El. 1164; ὦ φίλον κ. Id.OC 1631; φίλον κ. A.Ag. 905.--Hom. uses nom. acc. κάρη, gen. dat. κάρητος, κάρητι, Od.6.230, Il.15.75; also καρήατος, καρήατι, 23.44, 19.405, nom. pl.καρήατα 11.309
(whence was formed nom. sg. κάρηαρ, Antim.76); acc. pl.κάρη Il.10.259
(but perh. sg.), nom. acc. pl.κάρᾱ Sannyr.3
, perh. S.Ant. 291;κάρᾰ ἐξεπεφύκει h.Cer. 12
; dat. pl. κάρησι f.l.in Tryph.602:—post-Homeric Poets inflected κάρη as if it were of decl. 1, gen.κάρης Mosch.4.74
, Call.Fr. 125; dat.κάρῃ Thgn.1024
, Nic.Th. 249; acc.κάρην D.P.562
, Nic.Th. 131; Trag. dat. κάρᾳ with neut. Prons., A.Ch. 230, etc.; late acc.κάραν Anacreont. 50.9
. (Cf. Skt. śiras(neut.) 'head', gen. śīr[snull ]ṇás, abl. śīr[snull ]atás: κάρηνα (fr. κᾰρᾰς-ν-α ) and κράατα (perh. fr. κρᾱς- ṇ-τα) are forms of this word, v. κάρηνον, κράς, κρανίον: cogn. with Lat. cerebrum (fr. ceres-ro-), ONorse hjarne 'brain', and prob. κέρας, κόρση.)-------------------------------------------κάρα (B), ἡ,
См. также в других словарях:
αυτάδελφος — η και αυταδέλφι, το (AM αὐτάδελφος, ον Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα) αδελφός ή αδελφή από τους ίδιους γονείς αρχ. ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην αδελφή («αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα», «αὐτάδελφον αἷμα») … Dictionary of Greek
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek